Ζαρ, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Jarre, Λιόν 1948 –). Γάλλος συνθέτης, γιος του Μορίς Ζαρ (βλ. λ.). Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία 5 ετών και διδάχθηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα στο Παρισινό Ωδείο. Οι μουσικές ανησυχίες του τον οδήγησαν, το 1968,… … Dictionary of Greek
Κολόμπ, Μισέλ — (Michel Colombe, Τουρ 1430; – 1511). Γάλλος γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γαλλικής τέχνης κατά τον 15o αι. Έζησε κυρίως στις πόλεις Μπουρζ και Τουρ. Η νεανική του δραστηριότητα είναι σχεδόν άγνωστη, ενώ από τα έργα … Dictionary of Greek
Λουβουά, Φρανσουά Μισέλ Λε Τελιέ, μαρκήσιος του- — (Francois Michel Le Tellier, marquis de Louvois, 1641 – 1691). Γάλλος πολιτικός. Γιος του Μισέλ Λε Τελιέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο αξίωμα του υπουργού των Στρατιωτικών, υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λ.… … Dictionary of Greek
Μοντένι, Μισέλ Εκέμ ντε- — (Michel Eyquem Montaigne, Μοντέν 1533 – 1592). Γάλλος συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο Γκιγιέν του Μπορντό το 1546, αφιέρωσε ένα μέρος της ζωής του, αλλά χωρίς ενθουσιασμό και υπερβολική δέσμευση, στην πολιτική· κατέλαβε τη θέση … Dictionary of Greek
Γκελντερόντ, Μισέλ ντε- — (Michel de Ghelderode, Ιξέλ, Βρυξέλλες 1898 – Σέρμπεκ 1962).Βέλγος θεατρικός συγγραφέας. Ο Γ., που ήταν γαλλόφωνος, άρχισε να γράφει νουβέλες και μυθιστορήματα το 1916. Το 1918 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο, με το έργο Ο θάνατος κοιτάζει στο… … Dictionary of Greek
Επέ, Σαρλ Μισέλ ντε λ’- — (Charles Michel de l’ Épée, Βερσαλίες 1712 – Παρίσι 1789). Γάλλος αβάς και παιδαγωγός. Ίδρυσε σχολή κωφαλάλων, που συντηρούσε με δικά του έξοδα, και έγραψε πλήθος μελετών με αντικείμενο τη διαπαιδαγώγησή τους, όπως η Διαπαιδαγώγηση των κωφαλάλων… … Dictionary of Greek
Ζεβακό, Μισέλ — (Michel Zevaco, 1860 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Έγραψε περιπετειώδη μυθιστορήματα, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία ενθουσιάζοντας το κοινό με τις περιπέτειες των ρομαντικών ιπποτών ηρώων τους. Σπουδαιότερα από αυτά είναι τα: Βοργίες (1906),… … Dictionary of Greek
Κλοντιόν, Μισέλ — (Michel Clodion, Νανσί 1738 – Παρίσι 1814). Γάλλος γλύπτης. Σπούδασε στο Παρίσι και υπήρξε μαθητής των Λ.Σ. Άνταμ και Ζ. Πιγκάλ. Τα έργα του ακολουθούσαν τις διακοσμητικές παραδόσεις του ρυθμού ροκοκό, χαρακτηρίζονται όμως από ένα πιο… … Dictionary of Greek
Λεγκράν, Μισέλ — (Michel Legrand, Παρίσι 1932 –). Γάλλος μουσικοσυνθέτης. Με κλασικές σπουδές στο Ωδείο του Παρισιού, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως πιανίστας συνοδεύοντας διάφορους ερμηνευτές, όπως τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τον Μπινγκ Κρόσμπι. Γνώρισε μεγάλη… … Dictionary of Greek
Λεϊρίς, Μισέλ — (Michel Leiris, Παρίσι 1901 – 1990). Γάλλος συγγραφέας και εθνολόγος. Αρχικά συμμετείχε στο κίνημα του υπερρεαλισμού, δημοσιεύοντας μερικές ανάλογες ποιητικές συλλογές, και ύστερα προσχώρησε σε διάφορες ομάδες, που εισήγαγαν στα θέματα γύρω από… … Dictionary of Greek
Μπασκιά, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Basquiat, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1960 – Νέα Υόρκη 1988). Αμερικανός δημιουργός γκράφιτι, ζωγράφος. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να σχεδιάζει με σπρέι γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης, υπογράφοντας ως SAMO. Εγκατέλειψε το σχολείο και… … Dictionary of Greek